Εκεί που από το 1973 άρχισαν να αποκαλύπτονται τα ιερά του Δίου, νότια της πόλης, προηγουμένως εκτείνονταν ιδιόκτητοι αγροί, περιβόλια και καπνοχώραφα. Σε έναν από αυτούς, το 1936 ένας αγρότης βρήκε ένα μαρμάρινο αρχαίο αντικείμενο και το παρέδωσε στο Μουσείο. Το εύρημα ήταν ένα ηλιακό ωρολόγιο. Αποτελείται από μια ημισφαιρική κοίλη πλάκα που φέρει έντεκα ακτινωτές εγχαράξεις που τέμνονται με τρεις καμπύλες εγχαράξεις. Οι ακτινωτές ορίζουν τις δώδεκα ώρες της ημέρας και οι καμπύλες αντιστοιχούν στο χειμερινό ηλιοστάσιο, την ισημερία και το θερινό ηλιοστάσιο. Στην επάνω επιφάνεια υπάρχει οπή για τη στερέωση του χαμένου μεταλλικού γνώμονα που υποδείκνυε με τη σκιά του την ώρα της ημέρας. Η ομοιότητα του πλέγματος των εγχαράξεων με ιστό αράχνης φαίνεται ότι έδωσε σε αυτόν τον τύπο ωρολογίου το όνομα «κωναράχνη» που διασώζει ο ρωμαίος αρχιτέκτονας και μηχανικός Βιτρούβιος (De architectura IX 8,1).
Το ηλιακό ωρολόγιο του Δίου στηρίζεται σε μια συμφυή βάση που έχει σχήμα θρόνου. Η λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη ανάμεσα στα πόδια του θρόνου μας πληροφορεί ότι το αστρονομικό όργανο ήταν αφιέρωμα του αγορανόμου T. Granius Felix στον Liber pater, ρωμαϊκή θεότητα αντίστοιχη με τον Διόνυσο, και στον «θίασο» των λατρευτών του θεού.
Η χρήση του ανάγεται στους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Τα ηλιακά ωρολόγια χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως όργανα μέτρησης διαστημάτων χρόνου σε ποικίλες δραστηριότητες. Η εύρεση του ωρολογίου σε αγρό στην περιοχή των θεάτρων, όπου πιθανολογείται η θέση του ιερού του Διονύσου, ενισχύει την υπόθεση ότι χρησιμοποιήθηκε για τη ρύθμιση της διάρκειας θρησκευτικών τελετών ή θεατρικών παραστάσεων.